- τοξοτευχής
- -ές, Αοπλισμένος με τόξο («εἰ τοξοτευχεῑς ἦτε», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -τευχής (< τεῦχος, τό), πρβλ. χαλκεο-τευχής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοξοτευχεῖς — τοξοτευχής armed with the bow masc/fem acc pl τοξοτευχής armed with the bow masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)